Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

in vino veritas #9


Είναι σαν αντανακλαστική κίνηση, πρωταρχικά τυπωμένη στο DNA. Όπως όταν ακούγοντας έναν κρότο καλύπτεις με τα χέρια το κεφάλι για να το προστατέψεις. Μαλακισμένο παράδειγμα, αλλά με πιάνεις θαρρώ. Έτσι είναι όταν αντικρύζεις Εκείνη για πρώτη φορά και ο μυστικός αισθητήρας ενεργοποιείται ρίχνοντας την μάσκα. Αυτό το χαλύβδινο προσωπείο που γονείς και εμπειρίες σου το βίδωσαν και το οξυγονοκόλλησαν στα μούτρα ώστε να μην βγαίνει ποτέ. Και εκείνη, αγγίζοντας το μόνο με τον αέρα που βγαίνει από τα χείλη της, το αφαιρεί απαλά και οι άμυνες απενεργοποιούνται.
Μαζί της δεν χρειάζεται να είσαι κάποιος άλλος, κι ούτε αισθάνεσαι φόβο. Μαζί της είσαι αυτός που είσαι προορισμένος να είσαι. Και τότε είναι που μπορεί κάποιος να κατανοήσει πόση μαγεία υπάρχει κρυμμένη μέσα μας. Δεν χρειαζόμαστε παρά μόνο τον κατάλληλο customized καταλύτη.
Η αλλαγή δεν μένει σε αυτό όμως μονάχα. Αναλογίσου λίγο την πορεία που είχες χαραγμένη και τον στόχο σου. Ξεκίνησες από το σημείο Α και πήγαινες στο Β (ή έστω, προς το Β) με μια ευθεία. Σου άρεσε που ήξερες προς τα που οδεύεις, που είχες ένα δεδομένο στόχο. Όλα under control. Όμοια και εκείνη, είχε την δική της διαδρομή χαραγμένη από το Γ στο (προς το) Δ. Ήταν ευχαριστημένη. Και μετά έρχεται η επαφή.
Σε κάθε είδους τέτοια συνάντηση, προκύπτουν δύο περιπτώσεις: είτε ενεργοποιείται ο μυστικός αισθητήρας, είτε όχι. Στην δεύτερη περίπτωση, Ό,τι και να συμβεί μεταξύ σας θα είναι πράξεις των δύο περσόνων που υποδύονται οι μάσκες σας. Στην περίπτωση όμως που ο αληθινός Έρωτας (και όχι η προβολή της Ιδέας του) κάνει επιτέλους την πρεμιέρα του, αφήνοντας και τα δύο άτομα γυμνά και εκτεθιμένα, ένα τυπικό φυσικό φαινόμενο λαμβάνει χώρα: τα δύο σώματα ακολουθούν τους κανόνες της πλαστικής κρούσης. Αυτό έχει αντίκτυπο στις αρχικές τους πορείες. Οι στόχοι Β και Δ πλέον παύουν να υφίστανται. Τα δύο κορμιά μαζί, ως συσσωμάτωμα πλέον, κινούνται προς το άγνωστο Χ, ένα μέρος που βρίσκεται σε αχαρτογράφητη περιοχή, ένα μέρος που καλύπτεται από σκοτάδι.
Μαζί όμως, ο φόβος καταρρίπτεται, το άπιαστο μπορεί να αδραχτεί, τα θηρία φοβούνται εμάς. Τα Β και Δ ήταν ωραία μέρη, όμως το Χ είναι πέρα από κάθε προσδοκία.
Και κάτι τελευταίο: για τον καθέναν από τους δύο, ο στόχος του άλλου μπορεί να ήταν τοξικός, όμως πλέον κανείς τους δεν πηγαίνει εκεί.

Ξέρω ότι το κρύο στο δικό μου Β θα την σκότωνε, όπως και ότι η υδάτινη πολιτεία στο δικό της Δ θα προκαλούσε τον πνιγμό μου. Στο Χ όμως κανείς δε θα κινδυνεύει και θα χρειαστεί να εφεύρουμε μια νέα λέξη για να εκφράσουμε την ευτυχία του "Μαζί".



(in vino veritas ή αλλιώς: χαιρετίσματα από την κόλαση του αλέξανδρου προδρόμου)

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

my scrapbook -- 54th page

18/1/2014

ΜΗ ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Στην αρχή ούτε που του δίνεις σημασία, 

περνάει απαρατήρητο. 
Σαν μια μικρή, μαύρη κλωστή σε έναν κόκκινο ωκεανό.
Η τροφοδοσία του γίνεται στο σημείο που η ροή του αίματος
περνάει από την ψυχή.
Εκεί γίνεται η παραγωγή του άλλωστε.
Από τα τριχοειδή αγγεία διοχετεύεται
στην παρακείμενη φλέβα
και σύντομα φτάνει στην καρδιά.
Εκεί, κρύβεται στην δεξιά κοιλία
και αφήνει τον χρόνο να κάνει την δουλειά του.
Η συσσώρευση της φαρμακερής ουσίας τελικά φτάνει
σε ένα κρίσιμο σημείο
και η καρδιά παύει να αντλεί τη ζωή.
Όμως το νόημα της είχε ήδη χαθεί
την στιγμή που γεννήθηκε
το μίσος...

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

penumbra


we are both moving slow, real slow, in the speed rocks melt into shape. we are redefining the notion of "slow-motion". tonight is the longest night of the world, we have stretched the fabric of time and we shall continue to do so for one and only reason: lust! the penumbra in the bedroom provides us with the perfect setting. we can see each other, but we can lose each other too. we don't lose touch, we interchange. each new position becomes instantly your favourite. you like looking yourself in the mirror and you like seeing yourself in my eyes, but your all-time high is hearing me describe how you look like through my eyes.
against the wall, being choked, tender back lying on the hardwood, feet reaching for the ceiling, respiration, tied and begging, not allowed to scream, not allowed to cum, asking for more, a hurricane that breaks our bed, and there we are again on the soft mattress, moving ever so slow and my fingers wiping your tears. soft-spoken commands and moanings are heard as whispers.
every night is the longest one; we have created the land where the night lasts twelve months per year and we are not leaving it.

love is not a four-letter word; it's ten fingers being held as tight as if your life would end were they to part.



Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

from my scrapbook /fifty-three

18.11.2013
take1.1

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΕΝΟΣ ΡΟΜΠΟΤ ΠΟΥ ΤΡΙΠΑΡΕΙ

Είναι μια σκέψη που με τρομάζει
και με θλίβει ταυτόχρονα.
Είναι αυτό που με κάνει 
να χύνω δάκρυα ασυγκράτητα
και ίσως ο λόγος που ζητούσα
να με καταλάβεις, ο λόγος που
ικέτευα να με σφίξεις στο σώμα σου.

Φοβάμαι τη μέρα που η αρρώστια
θα αρχίσει να μου κλέβει τα λογικά 
και τις μνήμες,
Φοβάμαι τη μέρα που το αίμα θα παγώσει
και τα παράθυρα αυτά του νου θα σφαλίσουν.
Και σαν το φως που γλιστρά από τις γρίλιες
το τελευταίο πράγμα που θα μείνει να φωτίζεται
θα είναι εκείνο το ασπρόμαυρο replay.

Και με την ύστατη ανάσα 
θα πω τη λέξη "______", το δικό μου "Rosebud"
όμως κανείς δε θα ξέρει τι σημαίνει.
Γιατί δε θα'σαι εκεί,
εσύ που με ένοιωθες μέσα σου,
δε θα μ'ακούσεις να το λέω.

Εσύ που δεν γνώρισες εκείνο τον ευθυτενή άντρα,
εσύ που δεν κοίταξες μέσα σε εκείνη την μαγική βιτρίνα,
εσύ που δεν ράγισες από τα λόγια εκείνου του παιδιού,
εσύ που μ'αγάπησες...

Και εκείνες οι πυρκαγιές
που ακόμα καίνε στα στήθη
θα μείνουν κρυμμένες και παγωμένες
να σε περιμένουν,

αρχαία κούτσουρα, άχρηστα,
κούφια,
άχρηστα.


Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

scrapbook LII

16-18/11/13
take 1.5

ETERNAL DILEMMAS

The saddest sight I've ever witnessed
Was a big tall filthy bum
With dark glasses and a white cane
Losing his balance in every second step.

When i looked down at his feet

I saw a brown trail starting 5 meters behind him.
Mashed feces were stuck under his left shoe
Making it dangerously slippery.
He didn't know why,
He couldn't see where he was going.

He stank awfully

And people were rushing past him.
I stood there, before him, mesmerized.
The big man was walking in baby steps
Trying to maintain his balance.

Noone could help him,

Noone even wanted to.

And i just stood there.

I watched his white cane going up and down
In front of him, hitting the tiles gently,
I watched the despair shaping on his mouth.

My friend grabbed my shoulder and tugged me

"Hey, where are we going for lunch,
McDonald's or Hut?"
I turned to him
And answered:
"McDonald's"